αποκρυώνω

αποκρυώνω
(Μ ἀποκρυώνω)
Ι. νεοελλ.
1. κάνω κάτι να χάσει τη θερμότητά του
2. κάνω κάποιον να ψυχρανθεί, να στενοχωρηθεί
μσν.
φρ. «ἀποκρυώνει ἡ καρδιά μου» — μένω αδιάφορος
II. (-ομαι) μσν.-νεοελλ. απελπίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”